- ολοζίτης
- ο(βιοχ.) συν. στον πληθ. οι ολοζίτεςγενική ονομασία τών γλυκιδίων που σχηματίζονται από την ένωση δύο ή περισσότερων οζών, σε αντιδιαστολή προς τους ετεροζίτες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ολοσίδιο — το ο ολοζίτης … Dictionary of Greek